- τοσαπλασίων
- τοσᾰ-πλᾰσίων, ον, gen.ονος,A = τοσαυταπλάσιος, Porph.in Harm. p.325 W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοσαπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλασίων (< πλάσιος* + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. πολλα πλασίων. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] … Dictionary of Greek
τοσαπλάσιος — ασία, ον, Α ο τοσαπλασίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλάσιος*. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] … Dictionary of Greek
τοσαπλούς — ή, oῡν, Μ ο τοσαπλασίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλους (βλ. λ. πλος). Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα επτα , δεκα ] … Dictionary of Greek